- βητάρμων
- βητάρμωνdancermasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… … Dictionary of Greek
βηταρμόνων — βητάρμων dancer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βητάρμονας — βητάρμων dancer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βητάρμονες — βητάρμων dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βητάρμονι — βητάρμων dancer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… … Wikipedia
αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… … Dictionary of Greek
βηταρμός — βηταρμός, ο (Α) χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βητάρμων, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
gʷā-, gʷem- — gʷā , gʷem English meaning: to go, come Deutsche Übersetzung: “gehen, kommen; zur Welt kommen, geboren werden” Note: Root gʷü , gʷem : “to go, come” from zero grade of Root aĝ (*heĝ ): “to lead, *drive cattle”. Material:… … Proto-Indo-European etymological dictionary